αντίφωνο

αντίφωνο
το
τροπάριο που το ψάλλουν αμοιβαία οι δυο χοροί των ψαλτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντίφωνο — Προέρχεται από τη βυζαντινή και συριακή λειτουργία και είναι ένα από τα παλαιότερα στοιχεία του λειτουργικού μέλους, που ο άγιος Αμβρόσιος, επίσκοπος του Μιλάνου περιέλαβε στη χριστιανική λατρεία στα τέλη του 4ου αι. Με το α., όπως άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • ρεσπονσόριο — το, Ν εκκλ. ωδή τής λειτουργίας τών καθολικών που εκτελείται από μια μόνο φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. responsorium «αντίφωνο» (< respondeo «αποκρίνομαι, απαντώ»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”